κοινωνιολογικός

κοινωνιολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στην κοινωνιολογία ή είναι σχετικός με αυτήν («κοινωνιολογικό σύγγραμμα»).
επίρρ...
κοινωνιολογικά και -κώς
με κοινωνιολογικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologique < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -logique (πρβλ. -λογικός < -λόγος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάννη Α. Σούτζο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοινωνιολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινωνιολογία: Υπάρχουν διάφορες κοινωνιολογικές θεωρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιο- — α συνθετικό επιστημονικών όρων που δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάγεται, αναφέρεται ή σχετίζεται με την έννοια τής κοινωνίας ή την επιστήμη τής κοινωνιολογίας. Είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. / γαλλ. socio ) και απαντά σε σύνθετα… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • φονξιοναλισμός — (functionalism). Κοινωνιολογικός όρος που καθιερώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Ο όρος συμπυκνώνει και υποδηλώνει τις περισσότερο έκδηλες συνέπειες της σύγκρουσης του δαρβινισμού με τις ανθρωπιστικές και τις φυσικές επιστήμες. Ο όρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”